λωίτερος

λωίτερος
λωΐτερος, -έρα, -ον (Α)
βλ. λωίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λωίτερος — λωίων o masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαθός — ή, ό (Α ἀγαθός, ή, όν) καλός, χρηστός, ενάρετος νεοελλ. 1. καλόψυχος, άκακος 2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος 3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό* αρχ. 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευγενής στην καταγωγή 3. γενναίος, ανδρείος 4. αυτός που έχει επίδοση… …   Dictionary of Greek

  • λωίων — λωΐων, λώιον και λωίτερος, έρα, ον, αττ. τ. λῴων, λῷον (Α) 1. ευαρεστότερος, επιθυμητότερος («τόδε λώιόν ἐστι», Ομ. Οδ.) 2. καλύτερος («εἴ τι δὴ λῷον πέλοι», Αισχύλ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) λώϊον καλύτερα 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ λώϊον μέτρο όγκου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”